συνεκτραχηλίζομαι

συνεκτραχηλίζομαι
Α
μτφ. ρίχνομαι, γκρεμίζομαι σαν να πέφτω από άλογο («βίᾳ φερόμενος εἰς Σικελίαν καὶ συνεκτραχηλιζόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκτραχηλίζομαι «ανατρέπομαι, πέφτω από άλογο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνεκτραχηλιζόμενος — συνεκτραχηλίζομαι to be thrown as by a horse pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”